τάλαντα — τάλαντον balance neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάλανθ' — τάλαντα , τάλαντον balance neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάλαντ' — τάλαντα , τάλαντον balance neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Tratados entre Roma y Cartago — Relieve de una corbita romana encontrado en las ruinas de Cartago. La disputa en el control del comercio marítimo entre ambas naciones llevó a que se ensayaran, en diversos acuerdos, repartos de áreas de influencia en el Mediterráneo. Los… … Wikipedia Español
τάλαντο — Μονάδα βάρους. Αρχικά σήμαινε ζυγαριά, έπειτα όμως και οτιδήποτε ζυγίζεται, επομένως και μονάδα βάρους ή ορισμένο χρηματικό ποσόν, που ήταν διαφορετικό κατά τόπους. Είναι αδύνατο να καθοριστεί το βάρος του ομηρικού τ. Ο Ηρόδοτος αναφέρει δύο… … Dictionary of Greek
Άρπαλος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. ο πρεσβύτερος (αρχές 4ου αι. π.Χ.). Πατέρας του Κάλα, στρατηγού του Μεγάλου Αλεξάνδρου, και θείος του Α. του νεότερου. 2. Α. ο νεότερος (;354 – 323 π.Χ.). Γιος του Μαχάτα, απόγονου του ήρωα Ελίμου. Παιδικός φίλος… … Dictionary of Greek
αδείμαντος — (αρχές 5ου αι. π.Χ.).Γιος του Ωκύτη, ναύαρχος του Κορινθιακού στόλου την εποχή που ο Ξέρξης θέλησε να κατακτήσει την Ελλάδα. Όταν ο Θεμιστοκλής, έχοντας λάβει από τους Ευβοείς τριάντα τάλαντα για να ναυμαχήσει με τους Πέρσες έξω από την Εύβοια,… … Dictionary of Greek
TALENTUM — Graece τάλαντον, instrumentum proprie, quô ponderabatur, unde illud Homeric. Il. β. v. 636. Διΐ ἀτάλαντος, Iovi aequiparandus: Per tralationem, ipsum pondus. Vox Graecis olim in frequenti usu, qui summas rei pecuniariae Minis et Talentis… … Hofmann J. Lexicon universale
διτάλαντος — διτάλαντος, ον (Α) 1. αυτός που έχει βάρος δύο ταλάντων 2. αυτός που αξίζει δύο τάλαντα 3. το ουδ. ως ουσ. το διτάλαντον δύο τάλαντα … Dictionary of Greek
πεντετάλαντος — και δ. γρφ. πεντατάλαντος, ον, Α αυτός που έχει αξία πέντε ταλάντων ή αυτός που συνίσταται σε πέντε τάλαντα 2. αυτός που έχει βάρος ίσο με πέντε τάλαντα 3. φρ. «πεντετάλαντος δίκη» δίκη που διεξάγεται με σκοπό την ανάκτηση ή την είσπραξη… … Dictionary of Greek